Ένας διάλογος ποιητικός


Διαβάζω το παρακάτω ποίημα στον Darkly Noon την περασμένη εβδομάδα και χαμογελάω -με μια ελαφρά ανακούφιση, ομολογώ...


Πάμπλο Νερούδα, Αργοπεθαίνει.

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " " αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.

Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.



Και απαντώ, μέσα από τον αγαπημένο μου Καβάφη, ένα από τα πράγματα που μου ήρθε αμέσως στο μυαλό...


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ένας γέρος.

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Η Φάρμα των Ζώων


Μια πολιτική σάτιρα με τρομακτικές διαστάσεις που μας φέρνει αντιμέτωπους με τη φρικτή αλήθεια και ξεσκεπάζει το αληθινό πρόσωπο των Δυνατών της Γης, που ξέχασαν ότι είναι άνθρωποι, τόσο που να μην αναγνωρίζεις πια -ποιός είναι ποιός-.

Γράφει στο οπισθόφυλλο μιας παλιάς έκδοσης του έργου του Τζωρτζ Όργουελ, το οποίο διάβασα πρόσφατα ξεθάβοντάς το από τις βιβλιοθήκες του πατρικού μου σπιτιού. Ενδιαφέρον βιβλίο και διαβάζεται ευχάριστα. Περιγράφει με υπερ-απλοϊκό τρόπο την εξέλιξη του κομμουνιστικού καθεστώτος σε μία... φάρμα. Οι προλετάριοι-ζώα εκπαραθυρώνουν τον άνθρωπο-κεφαλαιοκράτη (ιδιοκτήτη της φάρμας) και αναλαμβάνουν την διαχείρησή της, με γενικές συνελεύσεις και σκληρή δουλειά. Μια αυταρχικότερη μορφή εξουσίας όμως δεν αργεί να ξεπηδήσει... Γίνεται γρήγορα φανερό στον υποψιασμένο αναγνώστη ότι οι καταστάσεις και τα πρόσωπα έχουν παρθεί από τη Ρωσική Επανάσταση. Προσωπικά, το συστήνω μόνο σε κάποιον που είναι εξοικειωμένος έστω και ελάχιστα με τις βασικές αρχές του κομμουνισμού αλλά και τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης (επί Λένιν-Στάλιν). Αν έχει ζυμωθεί πολιτικά σε οργανώσεις ή σχήματα ακόμα καλύτερα! Η οπτική γωνία του συγγραφέα είναι αδύνατον να κρυφτεί, όπως συμβαίνει εξάλλου με κείμενα πολιτικού περιεχομένου.

Για την ιστορία, ο Τζωρτζ Όργουελ (Έρικ Μπλερ) γεννήθηκε το 1903 στις Ινδίες και υπηρέτησε στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία. Δεν άργησε να παραιτηθεί γιατί, όπως αποκάλυψε, μισούσε πάνω από το ο,τιδήποτε άλλο, το γεγονός ότι οι άνθρωποι γίνονται σκλάβοι της φυσικής δύναμης και η εμπειρία του αυτή τον έκανε να μην ξεχνά ποτέ την ανάγκη του ανθρώπου για ατομική ελευθερία. Το 1936, ο Όργουελ ταξίδεψε στην Ισπανία και ένωσε τις δυνάμεις του με το P.O.U.M., ως σοσιαλιστής, για να πάρει μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο. Εκεί ανακάλυψε τις δολοπλοκίες και τις μηχανορραφίες των Κομμουνιστών -που δεν σταματούσαν σε τίποτα, από ψέμματα μέχρι φόνο, για να πάρουν ό,τι ήθελαν απ' τους ίδιους τους φίλους τους- και κατάλαβε πώς μπορούσε να εξαφανιστεί τελείως η αλήθεια. Χρησιμοποίησε την ιδέα αυτή στη "Φάρμα των Ζώων", στην οποία η αλήθεια διαστρεβλώνεται διαδοχικά και στο "1984", όπου καταστρέφεται συστηματικά.

Ο Τζωρτζ Όργουελ πέθανε το 1950 στο Λονδίνο.

Για την ελληνική Ακροδεξιά


Ξέρω, ξέρω, το ΄χω παρακάνει με τις αναδημοσιεύσεις! Αυτό το κείμενο όμως πραγματικά θέλω να υπάρχει στο blog μου. Το
ενστερνίζομαι απόλυτα. Είναι μία εξαιρετικά ψύχραιμη και καθόλου επιπόλαιη προσέγγιση στο φαινόμενο της Ακροδεξιάς και του επακόλουθου ρατσισμού με αφορμή τον ντόρο που γίνεται για το ζήτημα της παροχής ιθαγένειας σε μετανάστες. Αναδημοσιεύω λοιπόν από το ελληνάκι.


Το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται από κότες


«Ο λαός ξεχνάει εύκολα». Ένα κλισέ που θα μπορούσε να συνοδεύεται και με το «ο λαός αποβλακώνεται εύκολα».

Τα σημάδια των καιρών δεν ξεπετιούνται από το πουθενά, γι’ αυτό ίσως και η ακριβέστερη διατύπωση θα ήταν «καμπύλες των καιρών». Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, οι έννοιες «φασισμός», «ακροδεξιά», «ρατσισμός» και άλλα τέτοια παρεμφερή, σπανίως χρησιμοποιούνταν στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Όχι ότι δεν υπήρχαν, αλλά η εικόνα ενός ακροδεξιού, συνήθως φάνταζε σαν έναν κακιασμένο παππού, ψηφοφόρο της ΕΠΕΝ με γυαλιά ηλίου που έχει το πορτρέτο του βασιλιά πάνω από το κρεβάτι του, που γκρινιάζει όλη την ώρα και κανείς δεν του δίνει σημασία.

Με το πέρασμα του χρόνου όμως, αυτή η γραφική φιγούρα, άρχισε να μεταλλάσσεται. Σιγά σιγά, άρχισε να μειώνει την μέση ηλικία της, επεκτάθηκε στα ΜΜΕ, τη μικρομεσαία τάξη, στην νεολαία και τα σχολεία, και σύντομα έμελε να κατακλύσει όλο το εύρος της ελληνικής κοινωνίας, διεισδύοντας μάλιστα και μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.

Το πρώτο μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα αλλοδαπών προς την Ελλάδα, κυρίως Αλβανών υπηκόων και Βορειο-ηπειρωτών ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και απορροφάται άμεσα από τις ανάγκες της οικονομίας για φτηνό εργατικό δυναμικό, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο. Αν και αρχικά αδιάφορη, η ελληνική κοινωνία είχε ξεκινήσει ήδη την άνοδο της καχυποψίας της. Την ίδια περίοδο, ιδρύεται και το Κράτος το Σκοπίων, το οποίο φυσικά ως νέο κράτος και αναζητώντας μία ιστορική συνέχεια και εθνική ενότητα, καταφεύγει στην ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας. Οι επίσημες ελληνικές αντιδράσεις, τροφοδοτούν μία σειρά από υπερπατριωτικά και εθνικιστικά αισθήματα τα οποία εκμεταλλεύονται δεόντως τα ακροδεξιά στοιχεία της εποχής, προκειμένου να διεισδύσουν κυρίως στο μεσαίο χώρο.

Τα χρόνια περνάνε, η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο βελτιώνονται συνεχώς, και ήδη οι πρώτες γενιές μεταναστών έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία, κυρίως ως η κοινωνική τάξη του χαϊμαλιού. Η συνύπαρξη αυτή, δίνει ακόμα περισσότερα ερεθίσματα και πατήματα σε ακροδεξιά στοιχεία να ξεκινήσουν την προπαγάνδα και την λαϊκίστικη προσέγγισή τους στο θέμα των μεταναστών, με αποτέλεσμα οι ιδέες τους να διεισδύουν ακόμα βαθύτερα στην ελληνική κοινωνία. Εκμεταλλευόμενοι τα μεγέθη της ανεργίας, που αν και πτωτικά συνέχιζαν να απασχολούν τον μέσο Έλληνα, καθώς και την άνοδο της δεξιάς στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ελληνική ακροδεξιά προπαγάνδα αναμασούσε το γνωστό κλισέ «ένας ξένος εργάτης = ένας Έλληνας άνεργος».

Και επειδή, όπου υπάρχει αναμπουμπούλα, τρέχουν και οι κάμερες από πίσω, τα ΜΜΕ, κυρίως τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, ξεκινάνε σιγά σιγά να προβάλλουν θέματα που «φοβίζουν» τον μέσο νοικοκυραίο. Σύντομα, η λέξη «αλλοδαπός» θα αναφέρεται όλο και πιο συχνά, κυρίως σε αστυνομικά ρεπορτάζ ή εγκληματικές πράξεις. Την ίδια περίοδο, ξεκινάνε και τα πρώτα κρούσματα όπου φρενιασμένοι γονείς αντιδρούν στα παιδιά μεταναστών που παίρνουν καλύτερους βαθμούς από τα δικά τους βλαστάρια, και δημιουργούν θέμα όσον αφορά τους σημαιοφόρους στις παρελάσεις.

Στο τέλος της δεκαετίας, και μετά από αλλεπάλληλα κρούσματα εθνικισμού και ρατσισμού, φαίνεται πως ο ακροδεξιός χώρος ήταν πλέον και πάλι στο παιχνίδι. Το μόνο που έλειπε, ήταν κάποια επίσημη εκπροσώπηση. Τη «λύση» ήρθε και έδωσε ο Γιώργος Καρατζαφέρης όπου το Σεπτέμβριο του 2000, ιδρύει τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, προκειμένου να συσπειρώσει όλα αυτά τα ακραία μεμονωμένα στοιχεία.

Φυσικά, η ίδρυση του ΛΑΟΣ δεν είναι το εναρκτήριο ερέθισμα για την επάνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Σίγουρα όμως αποτέλεσε μία κοινή βάση συσπείρωσης πολλών ακροδεξιών στοιχείων τα οποία σύντομα έμελλαν να ξεχυθούν και στην υπόλοιπη κοινωνία φορώντας «δημοκρατικές» μάσκες. Διότι, ο χρυσαυγίτης που θεωρείται ακραίο στοιχείο, είναι εύκολο να υποτιμηθεί στα μάτια του μέσου Έλληνα. Όμως ένας κουστουμαρισμένος βουλευτής, ακόμα και αν ασπάζεται τις ιδέες της Χρυσής Αυγής, βγάζει άλλη εικόνα… πιο «πολιτισμένη».

Την τελευταία δεκαετία, οι «κουστουμαρισμένοι» ακροδεξιοί κατάφεραν να πάρουν πολλούς πόντους. Με εισαγόμενες θεωρίες συνομωσίας, συνεχή φτηνό λαϊκισμό και ακατάπαυστη μπουρδολογία, έγιναν ιδιαίτερα αρεστοί στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και σε αγράμματους ανθρώπους. Η συνεχιζόμενη απλούστευση καταστάσεων και η παραχάραξη της ιστορίας, καθιερώθηκε ως μία πάγια τακτική, προκειμένου να πλησιάσουν ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να δεχτούν οποιαδήποτε μασημένη τροφή. Μία τακτική που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, λόγω της πολιτικής κατρακύλας του τόπου τα τελευταία χρόνια.

Μέσα στην τελευταία δεκαετία, μαρτυρήσαμε τους «αγανακτισμένους» γονείς των παρελάσεων, τους χρυσαυγίτες ανάμεσα στις διμοιρίες των ΜΑΤ, την συνεχή άνοδο του ΛΑΟΣ, βιαιοπραγίες εναντίον μεταναστών, το διεθνές ρεζίλι του αποκλεισμού της παιδικής χαράς του Αγ. Παντελεήμονα, τους αγανακτισμένους «πολίτες» της Πάτρας να ζητούν «καθαρισμό» των δρόμων, επιθέσεις σε στέκια μεταναστών με χειροβομβίδες, συνεχιζόμενες κακοποιήσεις μεταναστών από όργανα της τάξης, τραμπουκισμούς και διακοπές σε παρουσιάσεις βιβλίων και διαλέξεις, ακραίες αντιδράσεις στην αλλαγή σχολικών βιβλίων Ιστορίας, την παραποίηση και συκοφάντηση της μελέτης της κ. Δραγώνα με ανόητους και λαϊκίστικους ισχυρισμούς, και το πιο πρόσφατο, την απαίτηση δημοψηφίσματος για τα δικαιώματα των μεταναστών 2ης γενιάς.

Η άνοδος της ακροδεξιάς, δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ποσοστιαία άνοδο κάποιου ακροδεξιού κόμματος, όπως το ΛΑΟΣ. Αν μία κοινωνία έχει τάση προς ακροδεξιές αντιλήψεις, τότε αυτό φαίνεται από τις ανοχές που δείχνει απέναντι σε ακραίες θέσεις και άτομα. Και λέγοντας «κοινωνία» δεν εννοώ μόνο τους πολίτες. Αναφέρομαι και στο ίδιο το Κράτος. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, μετά από τη συκοφάντηση και τις ψευδοκατηγορίες που δέχτηκε η κ. Δραγώνα, η Πολιτεία να μένει αμέτοχη. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για στέλεχος της ίδιας κυβέρνησης.

Δεν είναι δυνατόν σε ένα τηλεοπτικό πάνελ να φιλοξενούνται σπουδαίοι ακαδημαϊκοί ή επιστήμονες μαζί με αγράμματα στελέχη ή βουλευτές του ΛΑΟΣ και η συζήτηση να γίνεται επί ίσοις όροις. Διότι, ναι μεν όλοι έχουν δικαίωμα και ελευθερία στο λόγο, αλλά το αν μία συζήτηση μπορεί να τηρηθεί σε σοβαρά επίπεδα ή όχι, εξαρτάται από τη νοημοσύνη ολόκληρου του πάνελ. Θα μπορούσε κανείς, για παράδειγμα, να διανοηθεί μία συζήτηση μεταξύ του κ. Λιακόπουλου και του Δρ. Νανόπουλου σχετικά με το σύμπαν; Και ακόμα και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ποιο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα;

Έχουμε συνηθίσει (καλώς κατά μία άποψη) να δείχνουμε ανοχή στα πάντα, ακόμα και τους εχθρούς της ανοχής μας. Όμως ο τρόπος που εφαρμόζεται η συγκεκριμένη ανοχή, είναι ένα πολύ σημαντικό αλλά και λεπτό στοιχείο. Διότι η διατήρηση της πραγματικής δημοκρατίας είναι μία λεπτή ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας και της κατάχρησης της ελευθερίας από τον καθένα μας. Όσο δίνεται βήμα λόγου σε ανθρώπους που καταπολεμούν τους θεσμούς της δημοκρατίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη γνώση και τις επιστήμες και αυτό το βήμα αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και προσοχή, τότε αργά ή γρήγορα, η αμάθεια, και οι αντιδημοκρατικές ιδέες που πρεσβεύονται από αυτούς τους ανθρώπους, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή.

Δεν μπορείς να κοιτάς απαξιωτικά και να σνομπάρεις τον αγράμματο ακροδεξιό. Διότι μόλις αποκτήσει λίγη περισσότερη δύναμη, αυτός θα σου πάρει το κεφάλι με συνοπτικές διαδικασίες. Και όποιος βλέπει μία δόση υπερβολής σε αυτό, αρκεί να διαβάσει λίγη ιστορία για την Ευρώπη της περιόδου 1930 – 1939˙ τότε που η απαξίωση και η υποτίμηση του φασισμού γινόταν σε διακρατικό επίπεδο.

Οφείλουμε ως κοινωνία, ως δημοκρατικό Κράτος και ως ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι να αντιδρούμε δυναμικά σε φαινόμενα που διακυβεύουν τόσο το δημοκρατικό πολίτευμα όσο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δύο στοιχεία που έχουν κερδηθεί με πολύ κόπο και αγώνα. Οφείλουμε να είμαστε πιο σκληροί και πιο ανένδοτοι στην ακατάπαυστη συνομωσιολογία, κινδυνολογία, μπουρδολογία και αμορφωσιά που με τη σειρά τους οδηγούν στον ρατσισμό και το φασισμό. Όχι μόνο εμείς, αλλά και το Κράτος επισήμως. Οφείλουμε να μην καθόμαστε σαν κότες στα αυγά μας και απλά να γελάμε μεταξύ μας για τα ακροδεξιά παραληρήματα που συνεχώς πληθαίνουν τριγύρω μας. Πρέπει να υποβαθμίσουμε συλλογικά και θεσμικά ιδέες και ανθρώπους που όχι μόνο αντιτίθενται στα δημοκρατικά κεκτημένα, αλλά χρησιμοποιούν και μεσαιωνικά σκεπτικά.

Στην τελική, είναι καιρός οι προοδευτικοί και διανοούμενοι άνθρωποι αυτού του τόπου να προστατέψουν την πατρίδα που βάλλεται από τους δήθεν «πατριώτες». Εάν η σημερινή κυβέρνηση θέλει να επιδείξει την πραγματική της αποφασιστικότητα για κοινωνική ευημερία και ανάπτυξη, οφείλει να αντιπαρατεθεί σφοδρά με τα οπισθοδρομικά και αντι-δημοκρατικά στοιχεία που πλέον διαβάλλουν σημαντικές θετικές προσπάθειες. Όσο αδιαφορεί ή ζυγιάζει το «λαϊκό» πολιτικό κόστος, τόσο το αυγό εκκολάπτεται.

Bye Bye Dubai!


Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσιευμένο από τα
e-σωθικά μου.

Στα πάρκινγκ του αεροδρομίου, ήδη εδώ και αρκετό καιρό μαζεύουν σκόνη πολλά αυτοκίνητα εξαιρετικής πολυτέλειας. Η άμμος, που έχει καλύψει τα παρμπρίζ , είναι κολλημένη και δημιουργεί μια ξερή λάσπη που δύσκολα θα φύγει.

Του Γιώργου Πήττα.

Σε αρκετά αυτοκίνητα, τα ελαστικά έχουν αρχίζει να ρυτιδιάζουν και να σκάνε καθώς ο συνδυασμός των υψηλών ημερήσιων θερμοκρασιών με των ψυχρών νυχτερινών και τις απίστευτες υγρασίες, δίνουν στη φθορά μεγάλη ταχύτητα.

Οι λεηλασίες δειλές ακόμα, αλλά έχουν ξεκινήσει. Βλέπεις αυτοκίνητα με σπασμένα τζάμια και μέσα τους, τις θέσεις των στερεοφωνικών και των τηλεοράσεων ξεκοιλιασμένες.

Κάποια, έχουν μεταβληθεί σε πρόχειρα καταλύματα απολυμένων εργατών που απλήρωτοι εδώ και μήνες διώχθηκαν κακήν κακώς χωρίς καν το εισιτήριο της επιστροφής στην Ινδία και το Πακιστάν.

Πλάνητες, ανέστιοι, πένητες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της βάναυσα σκληρής δουλειάς για χρόνια στο ερμαφρόδιτο οικοδόμημα της Ανατολής, στον βωμό της έπαρσης χιλιάδων ατσαλάκωτων με τα χαμόγελα τύπου Colgate.

Τα αυτοκίνητα πάντως δεν ήταν άδεια. Βρήκαν, εκτός από πρόχειρο κατάλυμα, και πολλά ρούχα, τσάντες, φωτογραφικές μηχανές.
Μόνο που πια, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς να αγοράσει έστω σε τιμή ευκαιρίας.

Πάντως, τα παρατημένα πολυτελή αυτοκίνητα, αποδείχθηκαν πολύ καλύτερος χώρος διαμονής από τους τρισάθλιους χώρους φιλοξενίας που το Εμιράτο είχε προβλέψει για τους εργάτες.

Ήταν πριν από ένα δυο χρόνια, καθώς είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι με την μούρλα που έπαθαν διάφοροι για το Dubai, και, δεν ξέρω πως, αλλά μπήκα στο Google γράφοντας στην Αναζήτηση τη φράση «Dubai Labour» .

Ήθελα να δω ποιοι είναι αυτοί που οικοδομούν το «θαύμα της ανατολής». Είχε τόσο πολύ πήξει το κεφάλι μου από τους ενθουσιασμένους που έβλεπαν στην περιοχή το «μέλλον», που αναρωτήθηκα κάποια στιγμή αν πράγματι, το «θαύμα» αγγίζει αναλογικά όλους.

Παρακολουθούσα για καιρό ανθρώπους που μιλούσαν για τη Νέα Υόρκη της Ανατολής, για το αριστούργημα του μέλλοντος, για τον τόπο που όλα είναι «τέλεια» κλπ.

Είχα αρχίσει να γεμίζω με τεράστιες επιφυλάξεις καθώς έβλεπα στην τηλεόραση τα τερατώδη κτίρια, τις απίστευτες παρεμβάσεις στη φύση με τη δημιουργία τεχνητών νησιών, είχα αρχίσει να νιώθω κάπου μέσα μου. πως δεν μπορεί, όλο αυτό το «πράγμα» κάποια στιγμή θα στομώσει, θα φτάσει σε αδιέξοδο, θα καταρρεύσει γιατί, είναι αν μη τι άλλο βιασμός παρά φύση. Και μάλιστα, κατ’ εξακολούθηση.

Η χυδαιότερη έκφραση θαρρώ του Καπιταλισμού βρήκε την ιδανική της έκφραση στο «θαύμα του Dubai». Και είναι η χυδαιότερη, γιατί από πολλούς αντιμετωπίστηκε ως «νέα πρόταση για την ανάπτυξη του 21ου αιώνα».

Ανεξέλεγκτη μεσαιωνική εκμετάλλευση ανθρώπων, ανεξέλεγκτες παρεμβάσεις στη φύση, αρχιτεκτονικά τερατουργήματα που εισβάλλουν με θράσος στον ουρανό για να επιδείξουν την μηχανική επικυριαρχία, τεχνητά νησιά, τεχνητά ποτάμια, τεχνητές πίστες χιονιού για σκι, τεχνητές παραλίες, και εν τέλει τεχνητοί άνθρωποι που είδαν όλα αυτά σαν πρόταση και μοντέλο για το μέλλον του κόσμου.

Dubai, ο ορισμός του υπερθετικού:
Το πολυτελέστερο ξενοδοχείο του πλανήτη ( Burj Al Arab)
Το ψηλότερο κτίριο του πλανήτη ( Burj Dubai)

Και, κάπου 250.000 εργάτες που δούλευαν στις κατασκευές για λιγότερο από 10 δολάρια την ημέρα.

Ο επισκέπτης βέβαια, ποτέ δεν έρχονταν σε επαφή με τους εργάτες.
Καλά κρυμμένοι, σε φρουρούμενα και περιφραγμένα παραπήγματα που φέρνουν στο νου στρατόπεδα συγκέντρωσης, στοιβαγμένοι κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον χωρίς στοιχειώδεις χώρους υγιεινής και εστίασης, μεταφερόντουσαν στις οικοδομές με ειδικά λεωφορεία και με αυτά επέστρεφαν.

Οποιαδήποτε επαφή με τουρίστες, ήταν απαγορευμένη δια ροπάλου.

Είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική η απέραντη μυστικότητα με την οποία για χρόνια τυλίχθηκε αυτή η πλευρά του οικονομικού «θαύματος». Και είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι δυτικοί επισκέπτες ή και μόνιμα εγκατεστημένοι εκεί ως στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, έθαβαν στα τρίσβαθα του μυαλού τους μια πραγματικότητα που τους χαλούσε την εικόνα του ιδανικού κόσμου.

Δεκάδες διαφημιστικά φυλλάδια και σποτάκια που προβάλλονταν αποκλειστικά σε χώρες όπως το Πακιστάν καλούσαν τις πανστρατιές των έτσι και αλλιώς εξαθλιωμένων του 3ου κόσμου να έρθουν στη γη της επαγγελίας και να πάρουν γερά μεροκάματα. Χιλιάδες ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν.

Κάτω από τη μύτη μας, μπροστά στο αλλήθωρο βλέμμα μας, περνούσαν ολάκερα καραβάνια σκλάβων που έφθαναν εκεί και έβλεπαν σε λίγες ώρες τις υποσχέσεις των ατζέντηδων φτηνής εργασίας να γίνονται σκόνη.

Η εικόνα, είναι πια σουρεαλιστική.
Οι βίλες των πραγματικά πλουσίων και διάσημων παραμένουν.
Μόνο που μοιάζουν πια σαν φωτάκια που αναβοσβήνουν σε ένα καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Τεράστια ημιτελή οικοδομήματα παρατημένα, πάμπολλα κλειστά μαγαζιά, άδεια εμπορικά κέντρα και οι μηχανές του τεχνητού χιονιού άνεργες, κινδυνεύουν να σκουριάσουν.

Οι παρατημένες Ferrari στο αεροδρόμιο, τα άδεια καζίνο, αρκετά μεσαία στελέχη που εγκατέλειψαν τις ευρωπαϊκές πατρίδες τους ελπίζοντας σε γρήγορη ανέλιξη και πλουτισμό και που τώρα βρέθηκαν χωρίς δουλειά, είναι τα φαντάσματα, ο αντίλαλος του πιο προκλητικού πάρτι που στήθηκε εδώ και δεκαετίες.

Ένα πάρτι που τέλειωσε όπως του έπρεπε.
Προσθέτοντας όμως ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση σε αυτούς που τώρα ψάχνουν να βρουν πως θα επιστρέψουν σε κάποιο Μπανγκλαντές σε κάποιο Πακιστάν…

Και καθώς αυτοί προσπαθούν πρόσκαιρα να βολευτούν σε κάποιο Cayenne, ο Εμίρης του Dubai (που πάντως δεν πρόκειται να γίνει κακομοίρης) ψάχνει να δει πως θα καλύψει την μαύρη τρύπα των 90 περίπου δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Είτε τα καταφέρει πάντως είτε όχι, τα πολυώροφα φαντάσματα των μισοτελειωμένων σύγχρονων πύργων δεν έχουν καμία ελπίδα να ολοκληρωθούν, και κάποια στιγμή είτε θα διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν είτε θα γίνουν «πάσης φύσεως υλικά προς πώληση».

Δεν θα κρύψω τα αισθήματά μου. Κάθε φορά που βλέπω την αλαζονεία να συντρίβεται, χαίρομαι. Μόνο που πάντα αυτή η χαρά είναι φορτωμένη και φιλτραρισμένη με μια πικρή γεύση. Γιατί, οι αλαζόνες κατά το μάλλον ή το ήττον θα βρουν τρόπο να συνεχίσουν. Ενώ αυτοί που θα έχουν συντριβεί από το οικοδόμημα της αλαζονείας τους χάνονται στο πιο πυκνό σκοτάδι.

Δεν ξέρω, από χτες στο μυαλό τριγυρνά εκείνο το παλιό τραγουδάκι: «είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, ο βοριάς θα στα κάνει συντρίμμια κομμάτια»

Και το Dubai, έχει πολύ άμμο. Μα πάρα πολύ άμμο.
Και ζούμε σε εποχές ισχυρών ανέμων.