Ο Επίλογος


[Κ.Π. Καβάφης - Κεριά]


Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας

σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.



Σκέφτομαι εδώ και καιρό την τελευταία ανάρτηση. Δεν είναι κάτι σπουδαίο. Αν και δεν ξέρω τι είναι και τι δεν είναι σπουδαίο πλέον. Χθες τελείωσα με το στρατό. Από σήμερα η ζωή είναι διαφορετική γιατί βγαίνει από το καλούπι. Μαθητής, φοιτητής, στρατιώτης... Από σήμερα η ιδιότητά μου είναι η προσωπικότητά μου. Στο μπλογκ αυτό δεν θα ξαναγράψω, άρα κανείς από εδώ δεν θα μάθει τα νέα μου... Και θα μείνει έτσι όπως φτιάχτηκε εξαρχής, για να θυμίζει τα παλιά.

Tα λέμε στον κόσμο, φίλοι.





[Το δωμάτιο]


Στίχοι: Τίτος Πατρίκιος

Ίσως περίμενες
να σου μιλήσω για τον έρωτά μου
μα το χαλάζι που 'πεφτε στις στέγες
ήταν σαν τ' άρβυλα των νεοσυλλέκτων
που τρέχουν για τη σύνταξη.
Απ' τις καινούριες κάλτσες σου, θυμάμαι,
είχε ξεφύγει ένας πόντος
που τον κοιτάγαμε κ' οι δυο βαρυεστημένα.
Αυτή η σιωπηρή μας κατανόηση
που καταργούσε αυθαίρετο κι απρόβλεπτο
λειτούργησε ως το χωρισμό.
Όσο για τις πληγές που αργότερα θ' ανοίγανε
τίποτα δεν υποπτευθήκαμε την ώρα εκείνη
όταν οι ματιές μας διασταυρώνονταν
στον παλιό καθρέφτη πάνω απ' το νιπτήρα.
Καθώς εσύ πουδραριζόσουνα
κ' εγώ έδενα τη γραβάτα μου.

Μέρες στα χακί #2


Τα κύματα της ανάγκης
σκορπίζονται στα βράχια του εγωισμού
άραγε είμαι τόσο περήφανα δυνατός;





[Εαυτέ μου αποκλειστικέ] το παρόν σου είναι κάτι σαν ποτέ...