Οι Εξουσιομανείς και οι Άλλοι


Το βράδυ της Τετάρτης, μια ομάδα "αντιεξουσιαστών", αυτοαποκαλούμενων φυσικά, μπαχάλεψε μία συζήτηση με θέμα «η αντικουλτούρα της πολιτικής βίας» που διεξαγόταν στη Νομική Σχολή Αθήνας (σε χώρο ασύλου δηλαδή, έχει σημασία αυτό). Τα εν λόγω άτομα αποδείχτηκαν μεγαλύτεροι Εξουσιαστές από τις θεσμοθετημένες μορφές Εξουσίας που λένε ότι πολεμούν. Γιατί από την εγκαθίδρυση του ασύλου και μετά δεν έχω υπ' όψην μου μπάτσος να έχει "σπάσει" εκδήλωση εντός πανεπιστημιακού χώρου. Δυστυχώς, οι φοιτητές, ΕΜΕΙΣ, και κάποιοι δημοκράτες ακαδημαϊκοί, είμαστε ανήμποροι να προστατέψουμε ένα από τα τελευταία μεγάλα κεκτημένα δημοκρατικών αγώνων. Είμαστε έρμαιο της κάθε δυναμικής μειοψηφίας που σπάει διαδικασίες επειδή δεν "τις γουστάρει". Είναι φανερό ότι δεν έχουμε αναλάβει την ευθύνη της ελευθερίας που μας έχει δοθεί.

Τέτοιες ενέργειες, μόνο προβοκατόρικο χαρακτήρα έχουν και το μόνο αποτέλεσμά τους είναι η επίσπευση του περιορισμού ή της κατάργησης του ασύλου.


Επιλέγω να αναδημοσιεύσω το παρακάτω κείμενο από το medium.gr όχι επειδή απαραίτητα θα σκεφτόμουν και γω με τον ίδιο τρόπο σε ανάλογη περίπτωση. Πιστεύω πως όχι. Κατανοώ όμως απόλυτα και διακαιολογώ τους φόβους και τις αγωνίες που εκφράζει. Εϊναι ο πλουραλισμός των απόψεων που επιζητάται σε μια δημοκρατική και ελεύθερη κοινωνία. Είναι μία αυθεντική κατάθεση ψυχής και πραγματικά είναι το κείμενο που κατάφερε να με αγγίξει περισσότερο από κάθε άλλο ανάγνωσμα τον τελευταίο καιρό.

Πολιτική βία, φόβος, ελπίδες και απελπισίες

Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Όχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Όχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.

Της Άννας Δαμιανίδη

Τετάρτη βράδυ πήγα να ακούσω τις ομιλίες των Μανδραβέλη, Ψυχογιού και Δαφέρμου στη Νομική Σχολή. Πρώτη φορά πήγαινα στο καινούργιο κτίριο, από τον πεζόδρομο της Μασσαλίας, αλλά και στο παλιό είχα πολλά χρόνια να πάω Μόλις μπήκα στο αμφιθέατρο, μετάνιωσα. Έχω γκρίζα μαλλιά, κι εκεί μέσα είχε μόνο φοιτητές και φοιτήτριες, μέσος όρος ηλικία τα 20. Ντρεπόμουν όμως και να φύγω, ήμουνα στην πρώτη σειρά. Έμεινα.

Το θέμα ήταν η πολιτική βία. Οι τρεις ομιλητές είχαν τις απόψεις τους ο καθένας, ο Μανδραβέλης μίλησε για τη γλωσσική σύγχυση που ξεχειλώνει την έννοια της βίας και κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιεί κάθε είδους αναίτια βία σαν απάντηση σε αυτά που ονομάζονται βία. Ο Ψυχογιός είπε ότι καλλιεργούμε υπερβολικά το θαυμασμό στη βία στην παιδεία και στις παραδόσεις μας. Και ο Δαφέρμος είπε ότι η βία είναι διάχυτη, υπάρχει ψυχολογική βία, εργατική βία, οικογενειακή βία κλπ, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο έκανε περίπου αυτό που είχε υποστηρίξει ο Μανδραβέλης, ότι τα βαφτίζουμε όλα βία.

Ύστερα κουβέντιασαν με τα παιδιά, τα οποία βεβαίως ήταν ρομαντικά και αναφέρονταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου με πολύ ενθουσιασμό. Ο Δαφέρμος είπε ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια εντελώς ειρηνική εξέγερση σε βίαιες συνθήκες. Ο Ψυχογιός προσπάθησε, όπως κάνει συχνά, να τους εξηγήσει ότι δεν πρέπει να το ζηλεύουν το Πολυτεχνείο και την έξαρσή του γιατί έγινε μετά από μια περίοδο μεγάλης καταπίεσης. Περνούσαμε άσχημα στη χούντα, είπε. Ναι, αλλά είχαμε ελπίδες, είπε ο Δαφέρμος πολύ χαμογελαστός, και τα παιδιά χειροκρότησαν.

Κι αυτό με πίκρανε, ίσως επειδή ήταν και ο γιος μου στο ακροατήριο. Αυτή η φράση και αυτή η αντίδραση πιστεύω ότι είναι στη βάση μιας παρεξήγησης που ερμηνεύει και όσα συνέβησαν σε λίγο.

Γιατί χειροκροτήσανε τα παιδιά; Δεν έχουν αυτά ελπίδες; Είχαμε εμείς περισσότερες; Σκέφτηκα να σηκωθώ να πω ότι δεν είχαμε όλοι ελπίδες, ότι τώρα περνάνε καλύτερα, ότι εμείς πλήτταμε θανάσιμα, ότι δεν θέλαμε ψωμί κι ας φωνάζαμε Ψωμί Παιδεία Ελευθερία -ψωμί υπήρχε- τους Ρολινγκ Στόουνς θέλαμε, τα ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο. Κι ότι δεν ήταν και τόσο μη βίαιο το Πολυτεχνείο, γιατί είχαμε σπάσει ένα σωρό αντικείμενα, δεν είχαμε αφήσει πόδι σε καρέκλα ή τραπέζι. Τα σκεφτόμουνα, αλλά δεν μιλούσα, θυμόμουνα πόσο γκρίζα είναι τα μαλλιά μου και πόσο σαν τη μύγα μες στο γάλα ήμουνα εκεί μέσα.

Τότε περίπου μπήκανε μέσα οι τραμπούκοι, κάτι τύποι με μαύρα ρούχα και κράνη στο χέρι, κι άρχισαν να βρίζουν. Θέλουμε να διαβάσουμε ένα κείμενο, είπαν, έπιασαν το μικρόφωνο κι έλεγαν κάτι για εικοσάχρονα παιδιά που μπήκαν φυλακή, κι ότι έφταιγε ο Πάσχος. Ξεφτίλες, λέγανε στα παιδιά, καλέσατε εδώ τον υπονομευτή του ασύλου! Δηλαδή κατηγορούσαν όλους εκεί μέσα για αυτό που έκαναν οι ίδιοι, γιατί αυτοί και καταργούσαν και υπονόμευαν το άσυλο.

Μερικοί νεαροί τους είπαν να περιμένουν τη σειρά τους να μιλήσουν. Κι ένα παιδί τυφλό άρχισε να ουρλιάζει: Γιατί το κάνετε αυτό; γιατί χαλάτε αυτή τη συζήτηση; Είχε τόση ένταση που με πήρανε τα κλάματα. Ντρεπόμουνα να κλαίω έτσι στην πρώτη σειρά με τα γκρίζα μαλλιά μου, αλλά καλύτερα που έκλαιγα παρά να κατουριέμαι από φόβο.

Φοβήθηκα. Αυτό το φριχτό αίσθημα που σου σφίγγει χαμηλά την κοιλιά, κατουριέσαι πάνω σου, αυτό με είχε πιάσει στην αρχή. Αυτό ήθελαν κι εκείνοι. Να φοβηθούμε. Εντάξει λοιπόν, εγώ τουλάχιστον ανταποκρίθηκα. Ίσως επειδή δεν ήμουνα και στα νερά μου.

Τον αναγνώρισα το φόβο. Τον είχα ξανανιώσει πολλά χρόνια πριν, εκεί στη Νομική, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, γιατί έμενα στην Αθήνα αλλά σπούδαζα στη Νομική Θεσσαλονίκης, και στα Πολυτεχνεία αμφοτέρων. Τότε που μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, επί χούντας.. Φοβόμουν πολύ. Μια μέρα είχα κοντέψει να κατουρηθώ από φόβο. Είχαμε πάρει ταξί για να το σκάσουμε από κάποιους που μας πλησίαζαν απειλητικά, και πόση αγωνία είχα μη μυρίσει ο ταξιτζής κάτι...

Αυτός ο φόβος λοιπόν. Τόσα χρόνια μετά, στο ίδιο μέρος κατά κάποιο τρόπο, με το ίδιο θέμα. Οι τύποι απείλησαν λοιπόν καμπόσο, μέχρι που πέταξαν αυγά στον Πάσχο, κι έφυγαν. Κι όταν είδα τα αυγά να πέφτουν, μαζί με το ξάφνιασμα και το σοκ, ένιωσα και ανακούφιση, αυτό ήταν λοιπόν, τέλος, γλιτώσαμε τα χειρότερα.

Σκουπίσαμε τον Πάσχο και τον πιάσανε αγκαζέ, ο Αλιβιζατος που ήταν σαν οικοδεσπότης συντετριμμένος, να τον πάνε όλοι μαζί σε μέρος ασφαλές. Δηλαδή, συγγνώμη, ποιο είναι το ασφαλές; Πού δεν έχει κράτος και εξουσία κάποια φασιστική ομάδα; Μπουλούκι ανεβήκαμε τη Μασσαλίας, μπουλούκι πήγαμε στη Σόλωνος και μπήκαμε σε ένα μπαρ, και πίναμε και πίναμε, και δεν συνερχόμασταν. Ήπια τρία πορτό, κι έμεινα και κουβεντιάσαμε ώρες, αλλά παρόλ' αυτά τη νύχτα έμεινα ξύπνια, δεν μπορούσε να μου περάσει η ταραχή. Στριφογύριζα στο κρεβάτι και εκρήγνυνταν στο μυαλό μου φράσεις αγανάκτησης, και κυρίως η αίσθηση της αδικίας που επιφυλάσσει αυτή η χώρα σε ανθρώπους οι οποίοι κάνουν το έγκλημα να δημοσιεύουν κείμενα. Να πασχίζουν για τη σκέψη, να βάζουν την τέχνη τους, τα δυνατά τους, και η ανταμοιβή, αυγά στα μούτρα. Να πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν. Να πρέπει να είναι ήρωες για να μπορούν να γράφουν. Κι έχουμε Δημοκρατία υποτίθεται. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς που δεν είναι οι τύποι καθεστώς επίσημο.

Ξαγρυπνούσα και μου έρχονταν στο μυαλό εικόνες από τις γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Αυτά μας έβαζαν να κάνουμε στη χούντα. Τέτοια θεάματα τραγάνιζαν τα νιάτα μας. Ακούγαμε τραγούδια και μαθαίναμε για κινήματα στην Ευρώπη, την αμφισβήτηση των πάντων, ιδέες καινούργιες, ανατρεπτικές, συγκλονιστικές, κι εδώ είχαμε τον Πατακό. Πώς να πείσουμε τα σημερινά παιδιά να μη νοσταλγούν τις εξεγέρσεις μας; Οι γονείς μας τα κατάφεραν καλύτερα. Τον πόλεμο που έζησαν κανείς δεν τον ζήλεψε, κι ας είχε πολλούς ηρωισμούς. Αλλά βλέπεις άλλη η γοητεία της επανάστασης. Τρομάρα μας. Πώς να εξηγήσουμε ότι χάσαμε τόσα πράγματα που δεν αναπληρώθηκαν με το Πολυτεχνείο.

Εγώ θα ήθελα να είμαι τώρα νέα. Να κάνω χορό, να μπορώ να διαβάζω και να ακούω ό,τι θέλω, να ντύνομαι όπως θέλω, να πηγαίνω σε μικτό σχολείο, να ξέρω ανθρώπους από την Αφρική και την Ασία. Να ταξιδεύω, να πηγαίνω Εράσμους, να μαθαίνω ξένες γλώσσες, να ψάχνομαι, να γνωρίζω παρέες από το Ίντερνετ, να μη φοβάμαι μήπως πέσω σε χαφιέδες που θα με προδώσουν και θα με καλέσει ο ασφαλίτης να με χτυπήσει και να με βιάσει. Να μην ασχολούμαι όπως τότε με την πολιτική, από απελπισία. Απελπισία είχαμε, όχι ελπίδα, γιατί δεν τα λες όλα κύριε Δαφέρμο;

Αλλά ίσως εσύ να έλπιζες περισσότερο, δεν ξέρω. Ήσουν στέλεχος, στην Επιτροπή κατάληψης, μπορεί να ένοιωθες πολλές ελπίδες. Κι εγώ κείνη τη μέρα είχα ελπίδες, αλλά την επόμενη, για θυμήσου; Δεν είχες ενοχές ποτέ; Δεν σκέφτηκες ποτέ τους επόμενους μήνες ότι είχαμε κάνει λάθος με το Πολυτεχνείο; Εγώ το σκεφτόμουνα συνέχεια...

Βέβαια εσείς στην Αθήνα ήσασταν αλλιώς. Πιο ηρωικοί και περήφανοι. Εγώ θα μπορούσα να είμαι εδώ, Τετάρτη έφυγα για μια ηλίθια άσκηση στο Ποινικό, και μου είπε ο Ντένης καθώς έμπαινα στα ΚΤΕΛ, μην πας, έλα στο Πολυτεχνείο, έγινε κατάληψη. Ε, καλά άσε να φύγω τώρα, θα γυρίσω το Σάββατο...

Έμεινα στη Θεσσαλονίκη και κάναμε κι εμείς κατάληψη το πρωί της Παρασκευής στο Πολυτεχνείο. Λέγαμε να πάμε στην Οδοντιατρική που ήταν κεντρικά, τελικά προτιμήθηκε η μίμηση. Είχε από τότε την επικοινωνιακή του σημασία και το μύθο του, το Πολυτεχνείο.

Μείναμε μέχρι τα χαράματα του Σαββάτου. Η μεγαλύτερη ευτυχία ήταν η ώρα της πορείας ως εκεί, της τρεχάλας. Αυτή η ζηλευτή έξαρση,εντάξει, υπήρξε για καποιες ώρες. Αυτό είναι που θέλουν όλοι να ξαναζήσουν. Και το παιχνίδι με το φόβο τους αρέσει άραγε; Δεν έχουν τίποτε καλύτερο στη ζωή τους; Ύστερα περιφερόμουν στις αίθουσες και τις συνελεύσεις και ομολογώ ότι συχνά δεν καταλάβαινα την υπερβολικά επαναστατική γλώσσα, και δεν συμφωνούσα με το σπάσιμο των καρεκλών. Κυκλοφορούσαν όλοι με ένα κομμάτι ξύλο, από πόδια τραπεζιών. Εσύ γιατί δεν έχεις, με ρώτησαν. Εγώ δεν μπορώ να παίξω ξύλο, είχα πει. Και με στεναχωρούσε αυτή η καταστροφή. Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά. Δεν κατάφερα να πείσω κανέναν εκείνη τη νύχτα ότι δεν χρειαζόταν να σπάμε τις καρέκλες. Το προσπάθησα, αλλά μάταια.

Ωστόσο έκαναν κάτι πολύ σωστό, η επιτροπή που είχαμε εκλέξει. Όταν έμαθαν τι είχε γίνει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, αποφάσισαν να παραδοθούμε. Εν ολίγοις. Αυτό. Να μη χυθεί αίμα. Δεν γίναμε ήρωες. Ας είναι καλά τα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω, αν και έτσι όπως συνταχθήκαμε να βγούμε ήταν πολύ ταπεινωτικό. Στριμωγμένοι, στη σειρά, κι έλεγα μέσα μου, ηττηθήκαμε, ας έχω τουλάχιστον ψηλά το κεφάλι.

Μπροστά είχε ένα τανκς με αναμμένους προβολείς, στρατιώτες με το όπλο προτεταμένο, και μόλις βγαίναμε μας σκόρπιζαν αστυνομικοί με σπρωξιές. Το κεφάλι ψηλά εσύ, έλεγα μέσα μου, και βγήκα κρατώντας αγκαζέ σφιχτά την Κατερίνα και προχωρούσαμε σαν αυτόματα. Κι όπως προχωρούσαμε αποφεύγαμε όσο μπορούσαμε τους αστυνομικούς που ήταν σκόρπιοι σε όλο το δρόμο, κι ένας είχε πιάσει ένα παιδί, που έφτασε σε μας, γαντζώθηκε πάνω μου, και μαζί γαντζωμένος πάνω του ο μπάτσος το κρατούσε και πήγαμε λίγα λεπτά έτσι, τραβώντας ο ένας τον άλλον, αλλά δεν άπλωσα το χέρι να βοηθήσω, να σπρώξω το μπάτσο, να κρατήσω το αγόρι κοντά μου, που εκλιπαρούσε με μια κλαψιάρικη φωνή, καθόλου ηρωικό κι αυτό, συνέχισα να προχωράω σα μηχανή με κύριο στόχο να ξεφύγω.

Αυτή ήταν η ηρωική έξοδος... Αλλά εγώ τουλάχιστον το ήξερα, και δεν είχα οπλιστεί με κανένα ξύλο. Είμαι δειλή, ήθελα να ζήσω, και μάλιστα αρτιμελής, κι ας είχαμε ιδιαιτέρως και αστόχαστα κινδυνεύσει επί ώρες. Κατουριόμασταν από το φόβο μας, και ουρλιάζαμε όταν μας χτυπούσαν, και τρέχαμε να γλιτώσουμε. Δεν θα σας άρεσε, πιστέψτε με. Σε κάνει να νιώθεις πολύ άσχημα, ο φόβος σε αποβλακώνει, σου φτωχαίνει τη ζωή, σου μαραίνει τα νιάτα. Δεν θέλω να χρειάζεται ηρωισμό τίποτα. Θέλω να ζω ασφαλής σε ελεύθερη χώρα, όπως τώρα. Σύμφωνα με τους νόμους. Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Όχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Όχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.

Τα γράφω αυτά όλα μετά από τόσα χρόνια, γιατί διαρκώς καταλαβαίνω ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Ακούστε πάλι τη φωνή του σταθμού. Ακούστε την αγωνία των εκφωνητών. Δεν ήθελαν να πεθάνουν και να γίνουν ήρωες. Δεν ζούσαμε σε εποχές μαύρες, δεν θέλαμε να θυσιαστούμε. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα. Να βρίσκουμε τον εαυτό μας, όχι να ασχολούμαστε με τους καραβανάδες και να μας βασανίζουν. Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να μου λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης: Που είχαμε κάθε μέρα να κάνουμε με τα κατακάθια της κοινωνίας, και τα κατακάθια της δικής μας ψυχής, το φόβο μας. φρίκη, και πλήξη, και απόγνωση, και αδιέξοδα! Τώρα έχετε το προνόμιο της εξέγερσης. Πρέπει να είναι οπωσδήποτε με καδρόνια; Τώρα μπορείτε να κάνετε τόσα πράγματα για να αλλάξετε τον κόσμο. Υπάρχουν εθελοντικές οργανώσεις, γιατροί χωρίς σύνορα, ομάδες για τους μετανάστες, δενδροφυτεύσεις, πράγματα που δεν τα φανταζόμασταν. Ελάτε στην ομάδα μας, να κάνουμε μαθήματα ελληνικών στους μετανάστες. Μάθετε το ελληνικό αλφάβητο σε έναν αφρικανό που δεν πήγε σχολείο ποτέ του, και θα δείτε ότι θα αλλάξει ο κόσμος. Πηγαίνετε στην Ουρουγουάη με τους Ινδιάνους, στο Γκάζι με τα τσιγκανάκια, στη Σιέρα Λεόνε με τα παιδιά πολεμιστές, στον Κολωνό με το Κυριακάτικο σχολείο, ελάτε σε μας, στην Αγορά της Κυψέλης, ο κόσμος σας περιμένει να τον αλλάξετε. Και το μυαλό σας μπορεί να δουλέψει ελεύθερα. Να ακούει ελεύθερα, να διατυπώνει ελεύθερα, να ζει τη συγκλονιστική εμπειρία της ελεύθερης σκέψης. Είναι πιο συνταρακτικό από κάθε άλλη συγκίνηση, δεν αναπληρώνεται με τίποτα.

Αυτό το προνόμιο έχουμε τώρα. Εκτός κι αν επιτρέψουμε στους τραμπούκους να μας το αφαιρέσουν.

...

2.50 π.μ.


17 του Νοέμβρη ήταν αδελφέ μου και έκλεισες τα μάτια χωρίς να συλλογίζεσαι τα 22 σου χρόνια.
Δεν άντεχες λέει να σου ματώσουν πιο πολύ τα ιδανικά.
Μια παρέα, ήσαστε όλοι καθισμένοι στα σκαλιά του Πολυτεχνείου.
Οι ψυχές σας γενναίες, αποφασισμένες να πολεμήσουν για την ελευθερία, για την αποκατάσταση της ανθρωπιάς, για τη μεταποίηση του ανθρώπινου ξεπεσμού σε περηφάνια.

Σε πιστεύω αδελφέ μου, ήσουν διψασμένος και ‘συ μα... βιάστηκες. Βιάστηκες να στηριχτείς πάνω στην πόρτα του Πολυτεχνείου.
Έπρεπε να σκεφτείς...
Ένας σιδερένιος δράκοντας πλησίαζε και ένα παιδί – στα χρόνια σου θα ήταν – δεν τόλμησε, όπως εσύ να τον στρέψει προς ΕΚΕΙΝΟΥΣ!
Μα τους υπάκουσε και ήρθε προς εσένα! Λάθος! Mην του κρατάς κακία...
Σκότωσε το κορμί σου μα δε σε νίκησε, γιατί εσύ άκουσες τη φλόγα της ψυχής σου και όχι πολιτικές διαταγές.
Τι κι αν η άσπρη σου φανέλα έγινε πορφυρή;
Τι κι αν ο ήλιος καλημέρισε το νεκρό σου σώμα;
Τι κι αν συντρίμμια στόλισαν τα μαλλιά σου;
ΕΣΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕΣ!
Εσύ τους δίδαξες πως η ελληνίδα τούτη γη δε σκεπάζεται από νεκρά νιάτα. Σκεπάζεται από νεκρές δικτατορίες και αφήνει πάνω της να φυτρώνουν κλαριά ελπίδας, κλαριά δημοκρατίας και ανθρωπιάς.
Μη στεναχωριέσαι αδελφέ μου! Ο χάρος γελά γιατί δεν ξέρει πως στη χούφτα σου είχες ένα κυκλάμινο για όπλο, ενάντια σε τουφέκια και τανκ. Ποιος να τον διδάξει άλλωστε;

Η μάνα σε περίμενε τ’ απόγευμα εκείνο. Ζέσταινε το τσουκάλι, σιγοτραγουδούσε. Όμως εσύ δε γύρισες! Ένα παράπονο της έμεινε στα χείλη και μια τρεμάμενη φωνή να ψελλίζει: ‘‘Ήταν παιδιά και όμως τους νίκησαν’’ γιατί ΕΚΕΙΝΗ ξέρει πως μια φορά σου χτυπά την πόρτα ο θάνατος, κι αν είναι να του ανοίξεις καν’ το γιατί έτσι θέλεις. Γιατί έτσι πρέπει, γιατί αυτό σε διέταξε η ψυχή σου!

Κι αν οι άλλοι νομίζουν ότι κάπου κείτεσαι αδελφέ μου, εγώ ξέρω: Είσαι ένα λευκό περιστέρι που πετά ψηλά στον ουρανό και αντικρίζει πρώτο κάθε μέρα την αυγή...
Κι αυτό γιατί ΕΣΥ δεν πέθανες! Πέρασες στις καρδιές μας. Ήσουν από τους λίγους που ήξεραν να ακούν τι τους έλεγε η ψυχή τους!
Ζεις αθάνατε αδελφέ μου.
Ζεις με αναμνήσεις, με έργα, με ιδέες.
Ζεις γιατί μπόρεσες με τα λόγια σου να γράψεις τραγούδια...
Ζεις γιατί μπόρεσες με το αίμα σου να γράψεις ιστορία...

Νοέμβρης 1973, 36 χρόνια μετά


Πόσο να κάτσει και να αναλύσει κανείς... τι ήταν το Πολυτεχνείο, τι έγινε στο Πολυτεχνείο, τι έπρεπε να γίνει μετά και δεν έγινε... Αναλύσεις πολλές. Θες αριστεριστών, αναρχικών, αστοδημοκρατών, κομμουνιστικής νεολαίας... Ας διαβάσει ο καθένας ό,τι νομίζει και σίγουρα μπορεί να σχηματίσει μία άποψη. Η ιστορική ανάλυση πάντως είναι αρκετά παρακινδυνευμένη, καθώς είναι μία περίοδος με πολύ έντονα πολιτικά και κομματικά χαρακτηριστικά.


Για τους εορτασμούς στο Πανεπιστήμιο


Πολλοί θεωρούν ότι η αυριανή μέρα είναι άλλη μια επέτειος που πρέπει να "γιορτάσουν" αναλόγως. Για παράδειγμα, κάποιοι κλείνουν την είσοδο του πολυτεχνείου και γεμίζουν τον τόπο με τα κομματικά πανώ τους. Άραγε, από πότε τα δημόσια κτίρια είναι τσιφλίκια και αποκλειστικοί χώροι της ΚΝΕ; Ή μήπως θεωρούν ότι είναι μία μέρα τιμής που δικαιωματικά τους ανήκει και ότι έχουν οριστεί από μία ανώτερη μεταφυσική δύναμη οι εορτο-φύλακες της; Στο κάτω-κάτω, και τότε και σήμερα, όποιος αγωνίζεται και δεν είναι του Κόμματος είναι προβοκάτορας και πράκτορας των Αμερικανών, σωστά; Για του λόγου το αληθές, βλέπε Πανσπουδαστική Νο8 ΕΔΩ. Άλλοι πάλι, μαμούχαλοι απόγονοι χωροφυλάκων και ΕΣΑτζήδων, αξιωματούχων της Χούντας ή μικροαστών υποστηρικτών της, νομίζουν ότι φορώντας το (νεο)δημοκρατικό τους προσωπείο και καταθέτοντας ένα στεφάνι, καρπώνονται λίγη από τη δόξα και την τιμή των νεκρών. Και εμφανίζονται βέβαια φορώντας τα "καλά τους": κράνη, ρόπαλα κτλ. για να συγκρουστούν με τους έτερους εορτο-φύλακες (αριστεριστές). Όσο για την νεολαία της σημερινής κυβέρνησης, χαρίζουν απλόχερα γέλιο με τους ψευτο-συναισθηματισμούς στις αφίσες τους: "Είμαστε με αυτούς που επαναστατούν- Με αυτούς που ονειρεύονται". Έλεος! Τι είστε δηλαδή; Επαναστατική κυβέρνηση; Ή μήπως τον... αντι-αμερικανισμό σας τον ζηλεύει και ο Τσάβες; Ας μην ξεχνάμε και ότι πολλοί δικοί σας που ήταν στο Πολυτεχνείο το '73, έγιναν μεγάλοι και τρανοί βουλευτάδες που καβάτζωσαν κυβερνητικές θέσεις και ήταν αυτοί που άνοιξαν το δρόμο για να οδηγηθεί η χώρα στη σημερινή κατάρρευση! Και φυσικά, πρώτοι αυτοί -οι κουρασμένοι επαναστάτες του χθες- καθιέρωσαν τη σημερινή μέρα ως ξύλινη επέτειο. Αντί να αποτελεί λαμπρό φάρο για δράση και αγώνα στο ΣΗΜΕΡΑ.

Γιατί και το ΨΩΜΙ θα αρχίσει να εκλείπει σε λίγο, όταν δε θα βρίσκουμε δουλειά, ΠΑΙΔΕΙΑ ποτέ δεν είχαμε, παρά μόνο μία εντατικοποιημένη εξεταστικοκεντρική εκπαίδευση, την οποία σε λίγο θα πληρώνουμε κιόλας αλλά και η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ αποτελεί ανέγγιχτο αγαθό στη σημερινή κοινωνία της ελεγχόμενης σκέψης, της παρακολούθησης και της βίαιης καταστολής.


Μια κοινωνία που μένει στα ίδια

Δυστυχώς όλοι οι προηγούμενοι κομματικοί νεολαίοι και οι τακτικές τους, το μόνο που δημιουργούν είναι μία τρομακτική βεβαιότητα ότι θα γίνουν... "άξιοι" συνεχιστές του Μεταπολιτευτικού συστήματος/ σχήματος διακυβέρνησης, που ΑΠΕΤΥΧΕ. Δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, χωρίς ιδεολογία, χωρίς μακροπρόθεσμες πολιτικές, με παραπλήσιες τυχοδιωκτικές πολιτικές βολέματος και πρόχειρης διαχείρησης ενός ήδη σαθρού συστήματος. Μία Αριστερά βολεμένη σε μια γωνιά με λίγες βουλευτικές καρεκλίτσες, όταν πρόκειται για κοινοβουλευτική, με παρωχημένες αντιλήψεις και παλαιοκομματικές αγκυλώσεις από τη μία και κοσμοπολιτισμό και αριστερο-κουλτούρα, απευθυνόμενη κυρίως στον νεανικό ρομαντικό επαναστατισμό από την άλλη. Μία Αριστερά (εξωκοινοβουλευτική) αυτιστική και έξω από τα μέτρα της εποχής, γενικά και αόριστα εξεγερτική και επί της ουσίας τίποτα. Και όλοι αυτοί δίνουν πάτημα σε συντηρητικές, ρατσιστικές, εθνικιστικές και ακροδεξιές ιδέες και οργανώσεις να αποκτούν ρεύμα και ισχύ.

Στο σημερινό σύστημα -είτε αυτοί οι οποίοι είναι στα πράγματα λέγονται δεξιά, είτε αριστερά- υπάρχει ένα εγκατεστημένο συμφέρον και, ακόμα βαθύτερα, μια λογική που αντιστρατεύεται κάθε εκδημοκρατισμό και οδηγεί προς μεγαλύτερη πολιτική αποξένωση και αλλοτροίωση των ανθρώπων.

Η εποχή που θα θυμόμαστε ως Μεταπολίτευση σβήνει και ΠΡΕΠΕΙ να πεθάνει και να ξεπηδήσει επιτέλους ένα καινούριο πολιτικό και ιδεολογικό τοπίο. Ποιό θα είναι αυτό; Δεν ξέρω. Μέχρι τότε, ο Νοέμβρης του '73 και κάθε επαναστατική παράδοση αυτού του τόπου ας εμπνέει και ας φωτίζει τις συλλογικές διεργασίες και τους αγώνες του σήμερα για πιο δίκαιη κοινωνία.



Αφιερωμένο στους τιμημένους (και τίμιους) αγωνιστές του '73


Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουμε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Μουσική για έναν μεγάλο επαναστάτη, πριν από 90 χρόνια...




Πίσω στον καιρό της Μεξικάνικης Επανάστασης, ένας επαναστάτης εκτελείται. Είναι ο Fortino Samano, μάγκας και αγέρωχος μπροστά στο θάνατο. Νάτος. Καπνίζει ήρεμα το πούρο του και το τελευταίο πράγμα που υποθέτει κάποιος παρατηρώντας τον είναι ότι το μόνο που περιμένει τα επόμενα δευτερόλεπτα είναι οι σφαίρες να του τρυπήσουν το κορμί. Τον ζηλεύω. Έζησε και πέθανε για μια πίστη σ' έναν αγώνα και σε μια άλλη κοινωνία. Τι κρίμα, που σήμερα αυτή η πίστη είναι ντεμοντέ... Αλήθεια, αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι σήμερα θα είχαν την τόλμη να αντικρύσουν έτσι την κάννη; Πόσοι νεοελληναράδες "μάγκες", καλοπερασάκηδες, πόσοι εθνικιστές και στρατόκαυλοι αλλά και από την άλλη πόσοι... επαναστάτες;



Για τη Μεξικάνικη Επανάσταση, τον Εμιλιάνο Ζαπάτα αλλά και τους σημερινούς "επαναστατικούς απογόνους" του, τους Ζαπατίστας, ευελπιστώ να γράψω εκτενέστερα κάποια άλλη στιγμή σε κάποιο άλλο ποστ... ;)

Αυτούς που το κράτος αποκαλεί τρομοκράτες...


...εγώ θα αποκαλέσω κακομαθημένους εγωίσταρους, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον νεοελληνικό σταρχιδισμό. Και μάλιστα, όπως αναφέρει ο Κλ. Γρίβας, οι τεχνικοί της εξουσίας τούς διαχειρίζονται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και η κοινωνία καταβάλλει το κόστος της συντήρησής τους. Περί αυτών λοιπόν, παραθέτω την παρακάτω άποψη και συμφωνώ απόλυτα:


Γράμμα σε έναν κακομαθημένο δολοφόνο

Αναδημοσίευση από το Art of Pessimism

Συντάκτης: Κώστας Βαξεβάνης


Τώρα που γκρεμίσατε το σύστημα μπορείτε να είσαστε ήσυχοι. Δεν θα παράγει άλλους δειλούς όπως εσείς. Δεν ξέρω πού πάτε; Πού θέλετε να πάτε. Ξέρω όμως από πού έρχεστε. Ξέρω τι έθρεψε τη βία σας. Δεν είναι κανένα σύστημα. Δεν είναι οι μπάτσοι. Δεν είναι οι ρουφιάνοι. Είναι ο εαυτός σας. Βολεμένος στην άνεση της χαζοεπαναστατικής ρητορείας, που ζητά απλώς μια περιπέτεια για να δικαιώνεται. Αρνούμαι να σας κρίνω με όρους ιδεολογίας. Και σίγουρα επανάστασης. Μόνο με ψυχολογικούς. Και μπορώ να κατανοήσω μόνο, εκείνο το σκοτεινό έρεβος που υπάρχει μέσα σας. Γιατί δεν γίνατε αυτό που ήθελε η μαμά, και πρέπει να πληρώσει η κοινωνία.

Τι σχέση έχετε με ιδεολογία; Μόνο μία. Είναι η κουβέρτα, ο μπερντές για να κρύβετε πόσο κακομαθημένοι είσαστε. Κομπλεξικοί, εκδικητικοί, δειλοί ξεκομμένοι από ό,τι παράγει η κοινωνία και ό,τι έχει ανάγκη για να αλλάξει. Αμφιβάλω αν έχετε κάνει ένα μεροκάματο στη ζωή σας. Αν πονέσατε ποτέ με τον πόνο της ανάγκης, και όχι του εγωισμού σας. Αν πεινάσατε. Αν καταλάβατε πως η ζωή γύρω, δεν είναι το reality της βεντέτας με τους μπάτσους. Αμφιβάλω αν σηκωθήκατε ποτέ 7 η ώρα το πρωί για να πάτε στη δουλειά σας.

Αμφιβάλω αν ξέρετε τι θέλετε. Αν είχατε στόχο, όραμα, αγάπη για κάτι. Δεν μισείτε τους μπάτσους. Δεν μισείτε τον 20χρονο που πυροβολήσατε. Μισείτε τους πάντες γιατί όχι μόνο δεν σας μοιάζουν, αλλά είναι εκεί για να σας θυμίζουν πως αποτύχατε σε όλα. Πως είσαστε κοινοί ληστές, ποινικοί, εραστές της επανάστασης του αντιβιοτικού. Τρεις ημερησίως μετά το φαγητό. Όταν η γκόμενά σας έχει βγει με τις φίλες σας και εσείς πλήξετε. Επαναστάτες του play station. Μισείτε τον ίδιο σας τον εαυτό. Μισείτε και αγαπάτε με σφαίρες. Είσαστε τραγικοί…


Ο Κώστας Βαξεβάνης είναι δημοσιογράφος, από αυτούς που αποτελούν φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα "Αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι". Εκτός από το "Κουτί της Πανδώρας", αρκούν μερικά λεπτά ζωντανής συνομιλίας του και μερικές στιγμές -όσο διαρκεί ένα γύρισμα- για να το επιβεβαιώσει κανείς.

Remember, remember the 5th of November...


Remember, remember the fifth of November,
The gunpowder treason and plot,
I know of no reason
Why the gunpowder treason
Should ever be forgot.


Ο κύριος που απεικονίζεται στη γκραβούρα ονομάζεται Guy Fawkes και το παραπάνω ποιηματάκι είναι γραμμένο για αυτόν (αν και όχι προς τιμήν του). Το 1605 λοιπόν, όντας μέλος μιας συνομωσίας Ρωμαιοκαθολικών που ήθελε να ανατρέψει τον Προτεσταντικό νόμο, επιχείρησε να ανατινάξει (!) το Αγγλικό Κοινοβούλιο με 800 κιλά πυρίτιδας. Στόχος ήταν ο θάνατος του βασιλιά και των αριστοκρατών/ ευγενών Προτεσταντών αλλά και Καθολικών. Συνελήφθη όμως από τις Αρχές ελάχιστες ώρες πριν από την προγραμματισμένη έκρηξη (ξημερώματα 5ης Νοεμβρίου), μιας και περιφερόταν ύποπτα στα υπόγεια του Κοινοβουλίου.

Αν και οι σκοπιμότητες της συνομωσίας με αφήνουν αδιάφορο, εντούτοις ομολογώ ότι με συναρπάζει το αποτέλεσμα που θα είχε μία τέτοια απόπειρα... ;) Και δεν μπορώ παρά να γοητεύομαι από το θάρρος αυτού του Guy Fawkes.

Δυστυχώς όμως για αυτόν δεν είχε και ο βασιλιάς της Αγγλίας την ίδια άποψη με μένα. Βασάνισε άγρια τον Fawkes μέχρι να ομολογήσει τους συνεργούς του και τελικά όταν αυτοί είχαν ήδη παραδοθεί ή πεθάνει, αυτός ομολόγησε και καταδικάστηκαν όλοι μαζί σε θάνατο. Δε θέλετε να ξέρετε σε τι θάνατο... Καλά θα πω: Αφού θα τους έσερναν στον τόπο της εκτέλεσης, θα τους κρεμούσαν για λίγο και μετά θα τους αφαιρούσαν τα ζωτικά και τα γεννητικά όργανα και θα τα καίγαν μπροστά στα μάτια τους. Και επειδή αυτό δεν είναι αρκετά φρικτό, στο τέλος θα τους διαμέλιζαν κιόλας. Ο Fawkes όμως τελικά τα γλίτωσε όλα αυτά, αφού πήδηξε από μια σκάλα λίγο πριν εκτελεστεί, έσπασε το λαιμό του και πέθανε μια ώρα αρχύτερα.

Αν σας φάνηκε ενδιαφέρουσα η ιστορία (όχι η εκτέλεση προφανώς...) σίγουρα θα λατρέψετε την ταινία V for Vendetta, όπως και γω. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο κόμικ του Άλαν Μουρ, πηγή έμπνευσης του οποίου όμως αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το πάθος και η τόλμη του
Guy Fawkes.


"Προεκλογική" αναρχική αφίσα (μέσα του περασμένου αιώνα)

Nothing lasts forever...


...even cold November rain.

Στίχοι απόλυτα εκφραστικοί. Τίποτα δε διαρκεί για πάντα, ακόμα και η ψυχρή νοεμβριάτικη βροχή. Γιατί είναι φορές που ο καθένας χρειάζεται λίγο χρόνο για τον εαυτό του... Υπάρχει πιο κατάλληλη εποχή; Γιατί είναι δύσκολο να κρατήσεις ένα κερί έξω, στην ψυχρή βροχή. Ορίστε και η κομματάρα από τους Guns 'n' Roses.




Guns 'n' Roses - November Rain

Songwriters: Hudson, Saul; Mckagan, Duff; Reed, Darren A; Rose, Axl; Sorum, Matt; Stradlin, Izzy

When I look into your eyes
I can see a love restrained
But darlin' when I hold you
Don't you know I feel the same
'Cause nothin' lasts forever
And we both know hearts can change
And it's hard to hold a candle
In the cold November rain
We've been through this
Such a long long time
Just tryin' to kill the pain
Yeahh...
But lovers always come
And lovers always go
And no one's really sure
Who's lettin' go today
Walking away
If we could take the time
To lay it on the line
I could rest my head
Just knowin' that you were mine
All mine
So if you want to love me
Then darlin' don't refrain
Or I'll just end up walkin'
In the cold November rain

Do you need some time
On your own
Do you need some time
All alone
Everybody needs some time
On their own
Don't you know you need some time
All alone

I know it's hard to keep an open heart
When even friends seem out to harm you
But if you could heal a broken heart
Wouldn't time be out to charm you

Sometimes I need some time
On my own
Sometimes I need some time
All alone
Everybody needs some time
On their own
Don't you know you need some time
All alone

And when your fears subside
And shadows still remain
I know that you can love me
When there's no one left to blame
So never mind the darkness
We still can find a way
'Cause nothin' lasts forever
Even cold November rain

Don't ya think that you
Need somebody
Don't ya think that you
Need someone
Everybody needs somebody
You're not the only one
You're not the only one

Don't ya think that you
Need somebody
Don't ya think that you
Need someone
Everybody needs somebody
You're not the only one
You're not the only one

Έχω την αίσθηση ότι το βιντεοκλίπ δεν κολλάει και πολύ με το τραγούδι... :)

Καλό μήνα