Το βράδυ της Τετάρτης, μια ομάδα "αντιεξουσιαστών", αυτοαποκαλούμενων φυσικά, μπαχάλεψε μία συζήτηση με θέμα «η αντικουλτούρα της πολιτικής βίας» που διεξαγόταν στη Νομική Σχολή Αθήνας (σε χώρο ασύλου δηλαδή, έχει σημασία αυτό). Τα εν λόγω άτομα αποδείχτηκαν μεγαλύτεροι Εξουσιαστές από τις θεσμοθετημένες μορφές Εξουσίας που λένε ότι πολεμούν. Γιατί από την εγκαθίδρυση του ασύλου και μετά δεν έχω υπ' όψην μου μπάτσος να έχει "σπάσει" εκδήλωση εντός πανεπιστημιακού χώρου. Δυστυχώς, οι φοιτητές, ΕΜΕΙΣ, και κάποιοι δημοκράτες ακαδημαϊκοί, είμαστε ανήμποροι να προστατέψουμε ένα από τα τελευταία μεγάλα κεκτημένα δημοκρατικών αγώνων. Είμαστε έρμαιο της κάθε δυναμικής μειοψηφίας που σπάει διαδικασίες επειδή δεν "τις γουστάρει". Είναι φανερό ότι δεν έχουμε αναλάβει την ευθύνη της ελευθερίας που μας έχει δοθεί.
Τέτοιες ενέργειες, μόνο προβοκατόρικο χαρακτήρα έχουν και το μόνο αποτέλεσμά τους είναι η επίσπευση του περιορισμού ή της κατάργησης του ασύλου.
Επιλέγω να αναδημοσιεύσω το παρακάτω κείμενο από το medium.gr όχι επειδή απαραίτητα θα σκεφτόμουν και γω με τον ίδιο τρόπο σε ανάλογη περίπτωση. Πιστεύω πως όχι. Κατανοώ όμως απόλυτα και διακαιολογώ τους φόβους και τις αγωνίες που εκφράζει. Εϊναι ο πλουραλισμός των απόψεων που επιζητάται σε μια δημοκρατική και ελεύθερη κοινωνία. Είναι μία αυθεντική κατάθεση ψυχής και πραγματικά είναι το κείμενο που κατάφερε να με αγγίξει περισσότερο από κάθε άλλο ανάγνωσμα τον τελευταίο καιρό.
Πολιτική βία, φόβος, ελπίδες και απελπισίες
Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Όχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Όχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.
Της Άννας Δαμιανίδη
Τετάρτη βράδυ πήγα να ακούσω τις ομιλίες των Μανδραβέλη, Ψυχογιού και Δαφέρμου στη Νομική Σχολή. Πρώτη φορά πήγαινα στο καινούργιο κτίριο, από τον πεζόδρομο της Μασσαλίας, αλλά και στο παλιό είχα πολλά χρόνια να πάω Μόλις μπήκα στο αμφιθέατρο, μετάνιωσα. Έχω γκρίζα μαλλιά, κι εκεί μέσα είχε μόνο φοιτητές και φοιτήτριες, μέσος όρος ηλικία τα 20. Ντρεπόμουν όμως και να φύγω, ήμουνα στην πρώτη σειρά. Έμεινα.
Το θέμα ήταν η πολιτική βία. Οι τρεις ομιλητές είχαν τις απόψεις τους ο καθένας, ο Μανδραβέλης μίλησε για τη γλωσσική σύγχυση που ξεχειλώνει την έννοια της βίας και κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιεί κάθε είδους αναίτια βία σαν απάντηση σε αυτά που ονομάζονται βία. Ο Ψυχογιός είπε ότι καλλιεργούμε υπερβολικά το θαυμασμό στη βία στην παιδεία και στις παραδόσεις μας. Και ο Δαφέρμος είπε ότι η βία είναι διάχυτη, υπάρχει ψυχολογική βία, εργατική βία, οικογενειακή βία κλπ, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο έκανε περίπου αυτό που είχε υποστηρίξει ο Μανδραβέλης, ότι τα βαφτίζουμε όλα βία.
Ύστερα κουβέντιασαν με τα παιδιά, τα οποία βεβαίως ήταν ρομαντικά και αναφέρονταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου με πολύ ενθουσιασμό. Ο Δαφέρμος είπε ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια εντελώς ειρηνική εξέγερση σε βίαιες συνθήκες. Ο Ψυχογιός προσπάθησε, όπως κάνει συχνά, να τους εξηγήσει ότι δεν πρέπει να το ζηλεύουν το Πολυτεχνείο και την έξαρσή του γιατί έγινε μετά από μια περίοδο μεγάλης καταπίεσης. Περνούσαμε άσχημα στη χούντα, είπε. Ναι, αλλά είχαμε ελπίδες, είπε ο Δαφέρμος πολύ χαμογελαστός, και τα παιδιά χειροκρότησαν.
Κι αυτό με πίκρανε, ίσως επειδή ήταν και ο γιος μου στο ακροατήριο. Αυτή η φράση και αυτή η αντίδραση πιστεύω ότι είναι στη βάση μιας παρεξήγησης που ερμηνεύει και όσα συνέβησαν σε λίγο.
Γιατί χειροκροτήσανε τα παιδιά; Δεν έχουν αυτά ελπίδες; Είχαμε εμείς περισσότερες; Σκέφτηκα να σηκωθώ να πω ότι δεν είχαμε όλοι ελπίδες, ότι τώρα περνάνε καλύτερα, ότι εμείς πλήτταμε θανάσιμα, ότι δεν θέλαμε ψωμί κι ας φωνάζαμε Ψωμί Παιδεία Ελευθερία -ψωμί υπήρχε- τους Ρολινγκ Στόουνς θέλαμε, τα ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο. Κι ότι δεν ήταν και τόσο μη βίαιο το Πολυτεχνείο, γιατί είχαμε σπάσει ένα σωρό αντικείμενα, δεν είχαμε αφήσει πόδι σε καρέκλα ή τραπέζι. Τα σκεφτόμουνα, αλλά δεν μιλούσα, θυμόμουνα πόσο γκρίζα είναι τα μαλλιά μου και πόσο σαν τη μύγα μες στο γάλα ήμουνα εκεί μέσα.
Τότε περίπου μπήκανε μέσα οι τραμπούκοι, κάτι τύποι με μαύρα ρούχα και κράνη στο χέρι, κι άρχισαν να βρίζουν. Θέλουμε να διαβάσουμε ένα κείμενο, είπαν, έπιασαν το μικρόφωνο κι έλεγαν κάτι για εικοσάχρονα παιδιά που μπήκαν φυλακή, κι ότι έφταιγε ο Πάσχος. Ξεφτίλες, λέγανε στα παιδιά, καλέσατε εδώ τον υπονομευτή του ασύλου! Δηλαδή κατηγορούσαν όλους εκεί μέσα για αυτό που έκαναν οι ίδιοι, γιατί αυτοί και καταργούσαν και υπονόμευαν το άσυλο.
Μερικοί νεαροί τους είπαν να περιμένουν τη σειρά τους να μιλήσουν. Κι ένα παιδί τυφλό άρχισε να ουρλιάζει: Γιατί το κάνετε αυτό; γιατί χαλάτε αυτή τη συζήτηση; Είχε τόση ένταση που με πήρανε τα κλάματα. Ντρεπόμουνα να κλαίω έτσι στην πρώτη σειρά με τα γκρίζα μαλλιά μου, αλλά καλύτερα που έκλαιγα παρά να κατουριέμαι από φόβο.
Φοβήθηκα. Αυτό το φριχτό αίσθημα που σου σφίγγει χαμηλά την κοιλιά, κατουριέσαι πάνω σου, αυτό με είχε πιάσει στην αρχή. Αυτό ήθελαν κι εκείνοι. Να φοβηθούμε. Εντάξει λοιπόν, εγώ τουλάχιστον ανταποκρίθηκα. Ίσως επειδή δεν ήμουνα και στα νερά μου.
Τον αναγνώρισα το φόβο. Τον είχα ξανανιώσει πολλά χρόνια πριν, εκεί στη Νομική, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, γιατί έμενα στην Αθήνα αλλά σπούδαζα στη Νομική Θεσσαλονίκης, και στα Πολυτεχνεία αμφοτέρων. Τότε που μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, επί χούντας.. Φοβόμουν πολύ. Μια μέρα είχα κοντέψει να κατουρηθώ από φόβο. Είχαμε πάρει ταξί για να το σκάσουμε από κάποιους που μας πλησίαζαν απειλητικά, και πόση αγωνία είχα μη μυρίσει ο ταξιτζής κάτι...
Αυτός ο φόβος λοιπόν. Τόσα χρόνια μετά, στο ίδιο μέρος κατά κάποιο τρόπο, με το ίδιο θέμα. Οι τύποι απείλησαν λοιπόν καμπόσο, μέχρι που πέταξαν αυγά στον Πάσχο, κι έφυγαν. Κι όταν είδα τα αυγά να πέφτουν, μαζί με το ξάφνιασμα και το σοκ, ένιωσα και ανακούφιση, αυτό ήταν λοιπόν, τέλος, γλιτώσαμε τα χειρότερα.
Σκουπίσαμε τον Πάσχο και τον πιάσανε αγκαζέ, ο Αλιβιζατος που ήταν σαν οικοδεσπότης συντετριμμένος, να τον πάνε όλοι μαζί σε μέρος ασφαλές. Δηλαδή, συγγνώμη, ποιο είναι το ασφαλές; Πού δεν έχει κράτος και εξουσία κάποια φασιστική ομάδα; Μπουλούκι ανεβήκαμε τη Μασσαλίας, μπουλούκι πήγαμε στη Σόλωνος και μπήκαμε σε ένα μπαρ, και πίναμε και πίναμε, και δεν συνερχόμασταν. Ήπια τρία πορτό, κι έμεινα και κουβεντιάσαμε ώρες, αλλά παρόλ' αυτά τη νύχτα έμεινα ξύπνια, δεν μπορούσε να μου περάσει η ταραχή. Στριφογύριζα στο κρεβάτι και εκρήγνυνταν στο μυαλό μου φράσεις αγανάκτησης, και κυρίως η αίσθηση της αδικίας που επιφυλάσσει αυτή η χώρα σε ανθρώπους οι οποίοι κάνουν το έγκλημα να δημοσιεύουν κείμενα. Να πασχίζουν για τη σκέψη, να βάζουν την τέχνη τους, τα δυνατά τους, και η ανταμοιβή, αυγά στα μούτρα. Να πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν. Να πρέπει να είναι ήρωες για να μπορούν να γράφουν. Κι έχουμε Δημοκρατία υποτίθεται. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς που δεν είναι οι τύποι καθεστώς επίσημο.
Ξαγρυπνούσα και μου έρχονταν στο μυαλό εικόνες από τις γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Αυτά μας έβαζαν να κάνουμε στη χούντα. Τέτοια θεάματα τραγάνιζαν τα νιάτα μας. Ακούγαμε τραγούδια και μαθαίναμε για κινήματα στην Ευρώπη, την αμφισβήτηση των πάντων, ιδέες καινούργιες, ανατρεπτικές, συγκλονιστικές, κι εδώ είχαμε τον Πατακό. Πώς να πείσουμε τα σημερινά παιδιά να μη νοσταλγούν τις εξεγέρσεις μας; Οι γονείς μας τα κατάφεραν καλύτερα. Τον πόλεμο που έζησαν κανείς δεν τον ζήλεψε, κι ας είχε πολλούς ηρωισμούς. Αλλά βλέπεις άλλη η γοητεία της επανάστασης. Τρομάρα μας. Πώς να εξηγήσουμε ότι χάσαμε τόσα πράγματα που δεν αναπληρώθηκαν με το Πολυτεχνείο.
Εγώ θα ήθελα να είμαι τώρα νέα. Να κάνω χορό, να μπορώ να διαβάζω και να ακούω ό,τι θέλω, να ντύνομαι όπως θέλω, να πηγαίνω σε μικτό σχολείο, να ξέρω ανθρώπους από την Αφρική και την Ασία. Να ταξιδεύω, να πηγαίνω Εράσμους, να μαθαίνω ξένες γλώσσες, να ψάχνομαι, να γνωρίζω παρέες από το Ίντερνετ, να μη φοβάμαι μήπως πέσω σε χαφιέδες που θα με προδώσουν και θα με καλέσει ο ασφαλίτης να με χτυπήσει και να με βιάσει. Να μην ασχολούμαι όπως τότε με την πολιτική, από απελπισία. Απελπισία είχαμε, όχι ελπίδα, γιατί δεν τα λες όλα κύριε Δαφέρμο;
Αλλά ίσως εσύ να έλπιζες περισσότερο, δεν ξέρω. Ήσουν στέλεχος, στην Επιτροπή κατάληψης, μπορεί να ένοιωθες πολλές ελπίδες. Κι εγώ κείνη τη μέρα είχα ελπίδες, αλλά την επόμενη, για θυμήσου; Δεν είχες ενοχές ποτέ; Δεν σκέφτηκες ποτέ τους επόμενους μήνες ότι είχαμε κάνει λάθος με το Πολυτεχνείο; Εγώ το σκεφτόμουνα συνέχεια...
Βέβαια εσείς στην Αθήνα ήσασταν αλλιώς. Πιο ηρωικοί και περήφανοι. Εγώ θα μπορούσα να είμαι εδώ, Τετάρτη έφυγα για μια ηλίθια άσκηση στο Ποινικό, και μου είπε ο Ντένης καθώς έμπαινα στα ΚΤΕΛ, μην πας, έλα στο Πολυτεχνείο, έγινε κατάληψη. Ε, καλά άσε να φύγω τώρα, θα γυρίσω το Σάββατο...
Έμεινα στη Θεσσαλονίκη και κάναμε κι εμείς κατάληψη το πρωί της Παρασκευής στο Πολυτεχνείο. Λέγαμε να πάμε στην Οδοντιατρική που ήταν κεντρικά, τελικά προτιμήθηκε η μίμηση. Είχε από τότε την επικοινωνιακή του σημασία και το μύθο του, το Πολυτεχνείο.
Μείναμε μέχρι τα χαράματα του Σαββάτου. Η μεγαλύτερη ευτυχία ήταν η ώρα της πορείας ως εκεί, της τρεχάλας. Αυτή η ζηλευτή έξαρση,εντάξει, υπήρξε για καποιες ώρες. Αυτό είναι που θέλουν όλοι να ξαναζήσουν. Και το παιχνίδι με το φόβο τους αρέσει άραγε; Δεν έχουν τίποτε καλύτερο στη ζωή τους; Ύστερα περιφερόμουν στις αίθουσες και τις συνελεύσεις και ομολογώ ότι συχνά δεν καταλάβαινα την υπερβολικά επαναστατική γλώσσα, και δεν συμφωνούσα με το σπάσιμο των καρεκλών. Κυκλοφορούσαν όλοι με ένα κομμάτι ξύλο, από πόδια τραπεζιών. Εσύ γιατί δεν έχεις, με ρώτησαν. Εγώ δεν μπορώ να παίξω ξύλο, είχα πει. Και με στεναχωρούσε αυτή η καταστροφή. Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά. Δεν κατάφερα να πείσω κανέναν εκείνη τη νύχτα ότι δεν χρειαζόταν να σπάμε τις καρέκλες. Το προσπάθησα, αλλά μάταια.
Ωστόσο έκαναν κάτι πολύ σωστό, η επιτροπή που είχαμε εκλέξει. Όταν έμαθαν τι είχε γίνει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, αποφάσισαν να παραδοθούμε. Εν ολίγοις. Αυτό. Να μη χυθεί αίμα. Δεν γίναμε ήρωες. Ας είναι καλά τα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω, αν και έτσι όπως συνταχθήκαμε να βγούμε ήταν πολύ ταπεινωτικό. Στριμωγμένοι, στη σειρά, κι έλεγα μέσα μου, ηττηθήκαμε, ας έχω τουλάχιστον ψηλά το κεφάλι.
Μπροστά είχε ένα τανκς με αναμμένους προβολείς, στρατιώτες με το όπλο προτεταμένο, και μόλις βγαίναμε μας σκόρπιζαν αστυνομικοί με σπρωξιές. Το κεφάλι ψηλά εσύ, έλεγα μέσα μου, και βγήκα κρατώντας αγκαζέ σφιχτά την Κατερίνα και προχωρούσαμε σαν αυτόματα. Κι όπως προχωρούσαμε αποφεύγαμε όσο μπορούσαμε τους αστυνομικούς που ήταν σκόρπιοι σε όλο το δρόμο, κι ένας είχε πιάσει ένα παιδί, που έφτασε σε μας, γαντζώθηκε πάνω μου, και μαζί γαντζωμένος πάνω του ο μπάτσος το κρατούσε και πήγαμε λίγα λεπτά έτσι, τραβώντας ο ένας τον άλλον, αλλά δεν άπλωσα το χέρι να βοηθήσω, να σπρώξω το μπάτσο, να κρατήσω το αγόρι κοντά μου, που εκλιπαρούσε με μια κλαψιάρικη φωνή, καθόλου ηρωικό κι αυτό, συνέχισα να προχωράω σα μηχανή με κύριο στόχο να ξεφύγω.
Αυτή ήταν η ηρωική έξοδος... Αλλά εγώ τουλάχιστον το ήξερα, και δεν είχα οπλιστεί με κανένα ξύλο. Είμαι δειλή, ήθελα να ζήσω, και μάλιστα αρτιμελής, κι ας είχαμε ιδιαιτέρως και αστόχαστα κινδυνεύσει επί ώρες. Κατουριόμασταν από το φόβο μας, και ουρλιάζαμε όταν μας χτυπούσαν, και τρέχαμε να γλιτώσουμε. Δεν θα σας άρεσε, πιστέψτε με. Σε κάνει να νιώθεις πολύ άσχημα, ο φόβος σε αποβλακώνει, σου φτωχαίνει τη ζωή, σου μαραίνει τα νιάτα. Δεν θέλω να χρειάζεται ηρωισμό τίποτα. Θέλω να ζω ασφαλής σε ελεύθερη χώρα, όπως τώρα. Σύμφωνα με τους νόμους. Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Όχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Όχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.
Τα γράφω αυτά όλα μετά από τόσα χρόνια, γιατί διαρκώς καταλαβαίνω ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Ακούστε πάλι τη φωνή του σταθμού. Ακούστε την αγωνία των εκφωνητών. Δεν ήθελαν να πεθάνουν και να γίνουν ήρωες. Δεν ζούσαμε σε εποχές μαύρες, δεν θέλαμε να θυσιαστούμε. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα. Να βρίσκουμε τον εαυτό μας, όχι να ασχολούμαστε με τους καραβανάδες και να μας βασανίζουν. Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να μου λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης: Που είχαμε κάθε μέρα να κάνουμε με τα κατακάθια της κοινωνίας, και τα κατακάθια της δικής μας ψυχής, το φόβο μας. φρίκη, και πλήξη, και απόγνωση, και αδιέξοδα! Τώρα έχετε το προνόμιο της εξέγερσης. Πρέπει να είναι οπωσδήποτε με καδρόνια; Τώρα μπορείτε να κάνετε τόσα πράγματα για να αλλάξετε τον κόσμο. Υπάρχουν εθελοντικές οργανώσεις, γιατροί χωρίς σύνορα, ομάδες για τους μετανάστες, δενδροφυτεύσεις, πράγματα που δεν τα φανταζόμασταν. Ελάτε στην ομάδα μας, να κάνουμε μαθήματα ελληνικών στους μετανάστες. Μάθετε το ελληνικό αλφάβητο σε έναν αφρικανό που δεν πήγε σχολείο ποτέ του, και θα δείτε ότι θα αλλάξει ο κόσμος. Πηγαίνετε στην Ουρουγουάη με τους Ινδιάνους, στο Γκάζι με τα τσιγκανάκια, στη Σιέρα Λεόνε με τα παιδιά πολεμιστές, στον Κολωνό με το Κυριακάτικο σχολείο, ελάτε σε μας, στην Αγορά της Κυψέλης, ο κόσμος σας περιμένει να τον αλλάξετε. Και το μυαλό σας μπορεί να δουλέψει ελεύθερα. Να ακούει ελεύθερα, να διατυπώνει ελεύθερα, να ζει τη συγκλονιστική εμπειρία της ελεύθερης σκέψης. Είναι πιο συνταρακτικό από κάθε άλλη συγκίνηση, δεν αναπληρώνεται με τίποτα.
Αυτό το προνόμιο έχουμε τώρα. Εκτός κι αν επιτρέψουμε στους τραμπούκους να μας το αφαιρέσουν.